- δροσολογώ
- και -άω (μέσ. -ιέμαι και -ιούμαι)1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει»)3. δροσολογούμαιαισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δροσολογώ — δροσολόγησα, δροσολογήθηκα, δροσολογημένος, δροσίζω, ανακουφίζω: Χίλιες βρύσες το λαγκάδι το ξερό δροσολογούν (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ασπρολογώ — ( άω) 1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε») 2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δακρυλογώ — ( άω) σταγόνα σταγόνα, βγάζω υγρό σαν δάκρυ («χάραξαν το πεύκο και δακρυλογά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ, ψοφολογώ)] … Dictionary of Greek
διψολογώ — 1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα 2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
δροσολόγημα — το [δροσολογώ] 1. δρόσισμα, σκόρπισμα δροσιάς 2. πνοή, φύσημα δροσερού αέρα … Dictionary of Greek